Μια συγκλονιστική ανάρτηση δημοσίευσε στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook ο γνωστός Κρητικός δημοσιογράφος -και όχι μόνο- Μιχάλης Στρατάκης.
Μια ανάρτηση από ένα τυχαίο, πρόσφατο συναπάντημά του με έναν άγνωστο, ο οποίος του αποκάλυψε ότι βιώνει το αδιανόητο, το χαμό, δηλαδή, του ίδιου του του παιδιού.
Η γλαφυρή, η συγκλονιστική, η άκρως καζαντζακική γραφή του, συγκλονίζει…
Η ανάρτηση του Μιχάλη Στρατάκη:
Τον εθώρουνα να κάθεται σ’ ένα πεζούλι του μοναστηριού στα Σαββαθιανά κι έλεγα «να κι άλλο ένα αγρίμι, σαν και του λόγου μου, απού γκρεμνά ΄ναι οι τόποι του, λέσκες τα χειμαδιά του, τα σπηλιαράκια του βουνού είναι τα γονικά του».
Αμίλητος, ακουβέδιαστος, με τα δασιά φρύδια του να παλεύουνε να χώσουνε τα μάθια του, μιας και δεν το καταφέρνανε τα ξεκαπίστρωτα γένια και τα μαλλιά του, γιατί κάρβουνα αναμμένα ήσανε τα μάθια του και καίγανε ό,τι τους εκοντοσίμωνε.
Είδε με που τονε ξάνοιγα και εμεταξέσυρε στο πεζούλι, για να μου κάμει τόπο να κάτσω σιμά του.
Εδώσαμε γνώρα. Θανάση Χειμωνάκη, μου ‘πε πως τονε λένε και καταπιάνεται, μ’ ίντα άλλο;, με τυροκομιά και εμπόριο των έργων των ζούμπερων και των χεριών του.
Μα όση ώρα μου μιλιενε για τση δουλειές του και τ’ όνειρό του να σάξει ένα σπίτι στη Ρογδιά, για να φύγει αλάργο από τον κόσμο, εγώ εθώρουνα τα πυρωμένα μάθια του δυό ποταμούς πόνου και παραπόνου.
Μόνο σαν εσηκωθήκαμε να φύγομε, γιατί είχε πάει οχτώ η ώρα κι έκλεινε το μοναστήρι, με ξάνοιξε στα μάθια, ύστερα τα χαμήλωσε και πήρε την απόφαση να μ’ αφήσει να πάρω στσ’ ώμους μου, έστω για λίγο, το σταυρό απου εκουβάλιε.
«Δεν ήθελα να σου το πω, μα θα σου το πω κουμπάρε. Ήρθα επαέ για να κανονίσομε τα συναπαντήματα του κοπελιού μου. Δεκαφτά χρονώ ήτανε. Εδά κοιμάται», μου ‘πε και εσφάλιξε τα χείλια του.
Μοναχά τα μάθια του ξακλουθούσανε να ‘ναι ορθάνοιχτα, κάρβουνα αναμμένα, δυό ποταμοί πόνου και παραπόνου.
Θαρρώ, το ίδιο πύρινα θα ‘τανε και τα μάθια τση Παναγίας όταν εθώριε το γιο τση ποθαμένο.
Εγιάγυρα στο κονάκι μας και στους ώμους μου αιστανόμουνα ασήκωτο το βάρος του σταυρού του μαρτυρίου του νιόφιλου μου.
Ακόμη εθώρουνα τα σφαλισμένα χείλια του και για τούτο έλεγα και ξανάλεγα τη μαντινάδα:
«Άντρας λογάται όποιος μπορεί
πόνο πολύ ν’ αντέξει,
να ‘ναι η ψυχή στο στόμα του
και να μη βγάνει λέξη».
Επήγα στα Σαββαθιανά για να ζητήξω από την Παναγία να μου δώσει ένα ψιχάλι ακόμη κουράγιο.
Μα εξέχασα γιάντα επήγα και τση ζήτηξα να μου πάρει όσο κουράγιο μου απόμεινε και να το δώσει στο Θανάση Χειμωνάκη και στη φαμελιά του.
Αυτοί το χρειάζονται πιότερο από του λόγου μου.»
Πήγη:www.newsbomb.gr